- χλωραναιμία
- και χλωροαναιμία, η, Νιατρ. ιδιοπαθής υπόχρωμη αναιμία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chloroanemie < χλωρ[ο]-* + αναιμία. Ο τ. χλωροαναιμία μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό Προμηθεύς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χλωρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες τού επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία τού ωχρού, τού πρασινωπού (πρβλ. χλωρό πτιλος, χλωρο φύλλη) όσο και τη σημασία τού … Dictionary of Greek
χλωροαναιμία — η, Ν βλ. χλωραναιμία … Dictionary of Greek